Φωτοευαισθησία και Φωτοαντιδράσεις

Το ηλιακό φως εκπέμπει ένα ευρύ φάσμα ενέργειας λόγω της ακτινοβολίας, το οποίο περιλαμβάνει από τα ραδιοκύματα μέχρι την υπέρυθρη, ορατή και υπεριώδη (UV) ακτινοβολία και τις ακτίνες Χ. Το φάσμα μήκους κύματος του ορατού φωτός είναι 400 – 800 nm και είναι σχετικά ακίνδυνο, με εξαίρεση τους ανθρώπους με παθήσεις φωτοευαισθησίας, όπως η πορφυφία, η ηλιακή κνίδωση και το πολύμορφο εξάνθημα εκ φωτός. Το υπέρυθρο φάσμα είναι 800 – 1800 nm. Οι περισσότερες δερματικές αντιδράσεις προκαλούνται από τα μήκη κύματος της υπεριώδους ακτινοβολίας Α (UVA) και της υπεριώδους ακτινοβολίας Β (UVB) (290 – 400 nm). Τα μήκη κύματος που είναι <220 nm απορροφούνται από τα αέρια της ατμόσφαιρας, συμπεριλαμβανομένου του οξυγόνου και του αζώτου, ενώ αυτά που είναι <290 nm απορροφούνται από το ατμοσφαιρικό στρώμα του όζοντος. Η εναπομένουσα υπεριώδης ακτινοβολία μεσαίου μήκους κύματος (UVB, 290–320 nm) και μεγάλου μήκους κύματος (UVA1, 340–400 nm, UVA2, 320–340 nm) φτάνει στη γη και απορροφάται από τα βιολογικά μόρια, καταστρέφοντάς τα. Το δέρμα είναι αρκετά αποτελεσματικό στην προστασία από τη διείσδυση των υπεριωδών ακτινών, αλλά το βάθος της διείσδυσης εξαρτάται από το μήκος κύματος. Η υπεριώδης ακτινοβολία Α (UVA) φτάνει εύκολα στο χόριο, ενώ η υπεριώδης ακτινοβολία Β (UVB) απορροφάται από το δέρμα και μόνο λίγη από αυτή προσεγγίζει το ανώτερο χόριο.

Η υπεριώδης ακτινοβολία φτάνει στο δέρμα μέσω της αντανάκλασης στο χιόνι (80–85%), την άμμο (17–25%), το νερό (5%, αλλά μέχρι και 100% όταν ο ήλιος βρίσκεται ακριβώς επάνω μας) τα πεζοδρόμια και το γρασίδι. Η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία αυξάνεται επίσης κατά 4% κάθε φορά που αυξάνεται η απόσταση από το επίπεδο της θάλασσας κατά 300 μέτρα περίπου. Θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη ότι στη διάρκεια μιας φωτεινής, συννεφιασμένης μέρας με λίγα σύννεφα, είναι πιθανό να απορροφηθεί το 60–85% της ποσότητας της υπεριώδους ακτινοβολίας που υπάρχει σε μια καθαρή και φωτεινή ημέρα. Τα καπέλα και οι ομπρέλες παρέχουν μόνο ένα μέτριο βαθμό προστασίας, καθώς η έκθεση στο ηλιακό φως αυξάνεται σημαντικά και από τις επιφάνειες με ανακλαστικότητα.

Μαύρισμα και ηλιακά εγκαύματα

Οι ορατές βραχυπρόθεσμες επιδράσεις της έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία είναι τα ηλιακά εγκαύματα και το μαύρισμα. Η δυνατότητα πρόκλησης εγκαύματος από τον ήλιο μειώνεται σημαντικά καθώς αυξάνεται το μήκος κύματος. Η υπεριώδης ακτινοβολία Α (UVA) στα 360 nm είναι 1000 φορές λιγότερο αποτελεσματική ως προς την πρόκληση δερματικού ερυθήματος (εγκαύματος) σε σχέση με τη UVA στα 300 nm. Επομένως, η υπεριώδης ακτινοβολία Β (UVB) είναι, κατά κύριο λόγο, υπεύθυνη για τα ηλιακά εγκαύματα, με μέγιστη επαγωγή 6-24 ώρες μετά την έκθεση. Τα ηλιακά εγκαύματα υποχωρούν σταδιακά εντός των επόμενων 3-5 ημερών, καθώς αρχίζει η απολέπιση του δέρματος. Η σοβαρότητα της αντίδρασης στην υπεριώδη ακτινοβολία Β (UVB) μπορεί να είναι από ήπιο ασυμπτωματικό ερύθημα μέχρι μια πιο σοβαρή αντίδραση, με ερυθρότητα συνοδευόμενη από ευαισθησία, άλγος, οίδημα και, κάποιες φορές, φυσαλιδοποίηση και σχηματισμό πομφόλυγας, ιδιαίτερα την ημέρα μετά από την πρώτη εμφάνιση του ηλιακού εγκαύματος. Εάν η περιοχή του εγκαύματος είναι εκτεταμένη, στα συστηματικά συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνεται ναυτία, αδιαθεσία, κεφαλαλγία, πυρετός, ρίγη, ακόμα και παραλήρημα. Το ηλιακό έγκαυμα κατά την παιδική ηλικία συσχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης μελανοκυτταρικού σπίλου, καθώς και προκαλούμενων από την υπεριώδη ακτινοβολία δερματικών καρκίνων.

Το μαύρισμα είναι επίσης εξαρτώμενο από το μήκος κύματος και είναι διφασικό. Η άμεση αλλαγή του χρώματος προκύπτει κυρίως από την έκθεση στην ακτινοβολία UVA, προκαλείται από τη μεταβολή και ανακατανομή της μελανίνης και εξασθενεί σε 6-8 ώρες. Το καθυστερημένο μαύρισμα συνήθως είναι αποτέλεσμα έκθεσης στην ακτινοβολία UVB και συνήθως κορυφώνεται περίπου 3 ημέρες μετά την έκθεση. Το ανοιχτόχρωμο δέρμα (Τύπου II) μπορεί να μαυρίσει μόνο με ακτινοβολία UVB που κυμαίνεται γύρω στο κατώτατο όριο πρόκλησης ερυθήματος (δηλ., απαιτείται ηλιακό έγκαυμα), ενώ οι πιο σκούροι τύποι δέρματος (δηλ., Τύπος III και υψηλότερος) μαυρίζουν χωρίς να προκαλείται έγκαυμα (σε δόσεις που δεν προκαλούν ερύθημα). Το ηλιακό έγκαυμα προκαλεί απόπτωση (κυτταρικό θάνατο) των κερατινοκυττάρων («κύτταρα εγκαύματος») ή, εάν η δόση είναι αρκετά υψηλή, προκαλεί διακοπή του κυτταρικού κύκλου, επιτρέποντας στα κύτταρα να επιδιορθώσουν το DNA τους πριν τον πολλαπλασιασμό τους. Επιπλέον, το ηλιακό έγκαυμα καταστρέφει τα προστατευτικά κύτταρα του Langerhans, προκαλεί επιδερμική πάχυνση (η οποία μειώνει την έκθεση των βασικών κερατινοκυττάρων στην υπεριώδη ακτινοβολία) ως προστατευτικός μηχανισμός, διεγείρει την απελευθέρωση φλεγμονωδών κυτοκινών και επάγει τον σχηματισμό αντιοξειδωτικών ενζύμων (τα οποία μειώνουν την οξειδωτική βλάβη του DNA). Το μαύρισμα που προκαλείται από τις υπεριώδεις ακτίνες B περιλαμβάνει αυξημένη σύνθεση μελανίνης, αυξημένο αριθμό μελανοκυττάρων και αυξημένη μεταφορά μελανοσωμάτων σε κερατινοκύτταρα.

 

Πίνακας – Τύποι δέρματος και φωτοευαισθησία

Τύπος δέρματος

Αντίδραση στον ήλιο

Παραδείγματα

I Πολύ ευαίσθητο: καίγεται πάντα εύκολα και σοβαρά, μαυρίζει λίγο ή καθόλου Άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα, με ξανθά η κόκκινα μαλλιά, μπλε ή καφέ μάτια και φακίδες
II Πολύ ευαίσθητο: συνήθως καίγεται εύκολα, μαυρίζει ελάχιστα ή ελαφρώς Άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα, κόκκινα, ξανθά ή καστανά μαλλιά, μπλε, μελί ή καστανά μάτια
III Ήπια ευαίσθητο: καίγεται μέτρια, μαυρίζει σταδιακά και ομοιόμορφα Οι περισσότεροι λευκοί άνθρωποι
IV Μέτρια ευαίσθητο: καίγεται ελάχιστα, μαυρίζει εύκολα Άτομα με σκούρα καστανά μαλλιά, σκούρα μάτια και λευκό ή ανοιχτό καστανό δέρμα
V Ελάχιστα ευαίσθητο: καίγεται σπάνια, μαυρίζει καλά και εύκολα Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα (από τη Μέση Ανατολή και Ισπανόφωνες χώρες)
VI Σκουρόχρωμο: δεν καίγεται σχεδόν ποτέ και μαυρίζει πολύ Άτομα με μαύρο ή πολύ σκουρόχρωμο δέρμα

Στις μακροχρόνιες επιδράσεις της χρόνιας έκθεσης στον ήλιο περιλαμβάνονται η φωτογήρανση, η φωτοκαρκινογένεση και η ανοσοκαταστολή. Δεδομένης της δυνατότητάς της να διεισδύει πιο βαθιά στο χόριο, ο ρόλος της υπεριώδους ακτινοβολίας Α (UVA) θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός για τη φωτογήρανση. Η UVA, αλλά όχι η UVB, έχει τη δυνατότητα να διεισδύει μέσω του τζαμιού του παραθύρου. Επομένως, τα άτομα που εργάζονται σε γραφεία, τα οποία εκτίθενται σε υπεριώδη ακτινοβολία A μέσω των παραθύρων ή οδηγούν πολύ, ενδέχεται να εμφανίσουν σημαντική ασυμμετρία ως προς την καταστροφή του προσώπου τους από την ακτινοβολία UVA. Η ακτινοβολία UVA χρησιμοποιείται επίσης για το μαύρισμα σε εσωτερικούς χώρους, κάτι που κάνουν συχνά τα κορίτσια κατά τα τελευταία χρόνια της εφηβείας. Αυτή η πρακτική προάγει την καταστροφή του δέρματος και προκαλεί αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος και φωτογήρανσης, αλλά δεν αυξάνει την προστασία από την έκθεση στον ήλιο. Ο κίνδυνος από τη χρήση τέτοιων υπηρεσιών για μαύρισμα έχει οδηγήσει στη θέσπιση νομοθεσίας για τον έλεγχο της χρήσης τους σε ανήλικους και περιορισμούς ως προς την έκθεση σε πολλές χώρες. Επιπροσθέτως, πλέον υπάρχουν πολλά κέντρα που προσφέρουν «ασφαλείς» μεθόδους μαυρίσματος, όπου προκαλείται τεχνητό μαύρισμα με χρήση διϋδροξυακετόνης (DHA). Η DHA είναι ένα σάκχαρο που αντιδρά με τις πρωτεΐνες της κεράτινης στιβάδας, παράγοντας καφέ χρωστικές, τις μελανοϊδίνες. Το καφέ χρώμα δεν φεύγει με το πλύσιμο, αλλά παρέχει ελάχιστη και παροδική προστασία από τον ήλιο.

Η αποφυγή του εγκαύματος από τον ήλιο εξαρτάται κυρίως από τη χρήση μέτρων που μειώνουν την έκθεση στο δυνατό ηλιακό φως. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ειδικά άτομα με μπλε μάτια, κόκκινα ή ξανθά μαλλιά και άτομα που έχουν φακίδες και δεν αντέχουν την έκθεση σε ακτινοβολία, καίγονται εύκολα και, με την πάροδο των ετών, συνήθως υποφέρουν από τις χρόνιες επιδράσεις της ηλιακής έκθεσης. Στα προφυλακτικά μέτρα για τη μείωση της επίδρασης των επιβλαβών υπεριωδών ακτινών περιλαμβάνεται ο υπολογισμός του χρόνου των εξωτερικών δραστηριοτήτων ώστε να αποφεύγονται οι ώρες μέγιστης έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία μεταξύ 10 π.μ. και 3 μ.μ. τις πιο ζεστές εποχές του χρόνου, η χρήση καπέλων με φαρδύ γείσο, προστατευτικού ρουχισμού και γυαλιών ηλίου, καθώς και η παραμονή στη σκιά. Τα υλικά με αραιή ύφανση όπως τα t-shirt (ειδικά όταν είναι βρεγμένα) παρέχουν μόνο μερική προστασία. Επίσης στην αγορά διατίθενται ρούχα με πιο πυκνή ύφανση (π.χ., www.sunprecautions.com, www.collibar.com, www.solumbra.com), καθώς και ένα χημικό για το πλύσιμο των ρούχων που παρέχει προστασία από τον ήλιο (SunGuard).

Τα αντηλιακά αποτελούν σημαντικό μέρος στο πεδίο της διαχείρισης της αντιμετώπισης στην έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία. Η εφ’ όρου ζωής χρήση αντηλιακού και η αποφυγή του ήλιου έχει υπολογιστεί ότι μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης προκαλούμενου από την υπεριώδη ακτινοβολία καρκίνου του δέρματος κατά 78%. Η πιο συχνή λανθασμένη αντίληψη (ειδικά μεταξύ των εφήβων) είναι ότι κάποια αντηλιακά έχουν τη δυνατότητα να προάγουν ή να ενισχύσουν το μαύρισμα. Τα αντηλιακά είναι τοπικά σκευάσματα σχεδιασμένα για την προστασία του δέρματος από τις επιδράσεις της ακτινοβολίας UV. Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα συστατικά των αντηλιακών και η δυνατότητα απορρόφησης που έχουν αναφέροντα στον Πίνακα 2. Αυτά τα ανόργανα αντηλιακά (διοξείδιο του τιτανίου και οξείδιο του ψευδαργύρου) προστατεύουν το δέρμα, αντανακλώντας και διαχέοντας το υπεριώδες και το ορατό φως (290 – 700 nm). Αυτά τα επονομαζόμενα «ανόργανα» αντηλιακά συχνά περιέχουν έναν ή περισσότερους από αυτούς τους παράγοντες. Τα οργανικά αντηλιακά απορροφούν το φως συγκεκριμένων μηκών κύματος σε ορισμένα χημικά υπεριώδη φίλτρα και εκπέμπουν εκ νέου την ενέργεια ως ασήμαντες ποσότητες θερμότητας. Πλέον, τα νεότερα συστατικά των οργανικών αντηλιακών απορροφούν τόσο τις υπεριώδεις ακτίνες Α και Β (UVA και UVB) και έτσι προσφέρουν προστασία ενάντια στις καταστροφικές επιδράσεις του ευρέος φάσματος της υπεριώδους ακτινοβολίας. Αυτά τα νεότερα αντηλιακά είναι φωτοσταθερά (σε αντίθεση με την αβοβενζόνη) και περιλαμβάνουν τα δις-αιθυλεξυλοξυφαινόλ-μεθοξυφαινυλ-τριαζίνη (ανισοτριαζίνη, Tinosorb S), τριθειοτική δρομετριζόλη (silatriazole ή Mexoryl XL), μεθυλενο-δις-βενζοτριαζόλ τετραμεθυλοβουτυλοφαινόλη (Tinosorb M) και τερεφθαλικό υλιδενο καμφοροσουλφονικό οξύ (Mexoryl SX). Ιδανικά, τα οργανικά αντηλιακά θα πρέπει να εφαρμόζονται 20-30 λεπτά πριν από την έναρξη της έκθεσης στον ήλιο, έτσι ώστε να υπάρχει αρκετός χρόνος να δεσμευτούν στην κεράτινη στιβάδα και να είναι αποτελεσματικά. Τα ανόργανα αντηλιακά μπορούν να εφαρμοστούν αμέσως πριν την έκθεση στον ήλιο. Τα αντηλιακά πρέπει να εφαρμόζονται και πάλι μετά το κολύμπι, διαστήματα υπερβολικής εφίδρωσης και περιπτώσεις συχνών ντους ή πλυσίματος. Επίσης πλέον είναι εμπορικά διαθέσιμα από του στόματος αντηλιακά που περιέχουν αντιοξειδωτικά (π.χ. λυκοπένιο, βιταμίνες C και Ε) και φυτικά προϊόντα (π.χ. πολυφαινόλες, όπως το πράσινο τσάι και τα φλαβονοειδή, όπως η γενιστεϊνη). Προσφέρουν κάποια προστασία από την οξεία ηλιακή βλάβη, αλλά δεν είναι τόσο αποτελεσματικά όσο τα τοπικά αντηλιακά σε σχέση με την πρόληψη των εγκαυμάτων. Επιπλέον, οι μακροχρόνιες προστατευτικές επιδράσεις τους δεν είναι σαφής και δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν άλλους τύπους φωτοπροστασίας για τα παιδιά.

Πίνακας 2 – Συνηθισμένα φίλτρα αντηλιακών και προστασία από τις ακτίνες UV

Φίλτρο αντηλιακού

Προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία

Οργανικά αντηλιακά
Ομάδα PABA UVB
Padimate O  
Σαλικυλικό UVB
Octisalate  
Homosalate  
Κινναμωμικά UVB
Octinoxate  
Βενζοφαινόνη UVB, κάποιες UVA
Οξυβενζοφαινόνη  
Αβοβενζόνη (Parsol 1789) UVΑ
Δις-αιθυλεξυλοξυφαινόλ-μεθοξυφαινυλ-τριαζίνη UVA και UVB
Τριθειοτική δρομετριζόλη UVA και UVB
Μεθυλενο-δις-βενζοτριαζολύλ τετραμεθυλοβουτυλοφαινόλη UVA και UVB
Τερεφθαλικό υλιδενο καμφοροσουλφονικό οξύ UVA και UVB
Ανόργανα αντηλιακά
Διοξείδιο του τιτανίου UVA και UVB
Οξείδιο του ψευδαργύρου UVA και UVB

Παραδοσιακά, η προστασία έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας Β (UVB) αξιολογούνταν βάσει του παράγοντα προστασίας από τον ήλιο (sun protective factor, SPF). Η εκτίμηση βάσει του SFP μπορεί να καθοριστεί διαιρώντας τον ελάχιστο χρόνο που χρειάζεται για τη δημιουργία ερυθήματος σε δέρμα με αντηλιακό με τον χρόνο που χρειάζεται για τη δημιουργία αντίστοιχου ερυθήματος χωρίς αντηλιακό. Επομένως, τα άτομα που χρησιμοποιούν αντηλιακό με SPF 15 και συνήθως καίγονται εάν εκτεθούν στον ήλιο χωρίς αντηλιακό, θεωρητικά μπορούν να παραμείνουν 15 φορές περισσότερο πριν αποκτήσουν ερύθημα του ίδιου βαθμού. Ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός ότι η εν λόγω αξιολόγηση βάσει του SPF αποτελεί μόνο μια ένδειξη της προστασίας ενάντια στο ηλιακό έγκαυμα από την υπεριώδη ακτινοβολία UVB και δεν μετρά την προστασία από άλλες επιδράσεις εκτός του ερυθήματος, ειδικά από την υπεριώδη ακτινοβολία UVA, συμπεριλαμβανομένης της ανοσοκαταστολής, της φωτογήρανσης και του καρκίνου του δέρματος. Επομένως, επιπλέον της αξιολόγησης βάση του SPF, τα αντηλιακά θα πρέπει να επιλέγονται και για την προστασία που προσφέρουν έναντι της έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία UVA. Έχει προταθεί ένα νέο σύστημα αξιολόγησης με 4 αστέρια από τον FDA για την κατάταξη της υπεριώδους ακτινοβολίας UVA σύμφωνα με in vitro και in vivo δοκιμές.

Για την επίτευξη αποτελεσματικότητας θα πρέπει να εφαρμόζονται επαρκείς ποσότητες αντηλιακού σε όλες τις περιοχές που εκτίθενται σε υπεριώδη ακτινοβολία και να επαναλαμβάνεται η εφαρμογή κάθε λίγες ώρες. Η χρήση επιπλέον τρόπων προστασίας από τον ήλιο εκτός των αντηλιακών είναι πολύ σημαντική για όλους και η έκθεση στον ήλιο δεν θα πρέπει να αυξάνεται λόγω της χρήσης αντηλιακού σε καμία περίπτωση.

Ο βαθμός εγκαύματος ή μαυρίσματος ενός ατόμου εξαρτάται από γενετικούς παράγοντες, καθώς και από τη φυσική προστασία του δέρματος. Αντιστοίχως ταξινομούνται και οι τύποι δέρματος, από τον τύπο δέρματος Ι, τον πιο ευαίσθητο, μέχρι τον τύπο δέρματος VI, τον λιγότερο ευαίσθητο στη βλάβη από τον ήλιο (Πίνακας 1). Εφόσον η προκαλούμενη από τον ήλιο βλάβη ξεκινάει από την παιδική ηλικία και είναι σωρευτική, συνιστάται ιδιαίτερα η υιοθέτηση ενός προγράμματος ηλιοπροστασίας από όλους, καθώς και η καθημερινή χρήση αντηλιακού, κατά προτίμηση με δείκτη προστασίας SPF 15 ή μεγαλύτερο, από τη νηπιακή ηλικία και μετά. Οι άνθρωποι με υπερβολική φωτοευαισθησία πρέπει να χρησιμοποιούν αντηλιακά με δείκτη προστασίας SPF 30 ή υψηλότερο. Για τους ανθρώπους με μαύρο δέρμα, οι οποίοι έχουν ήδη επίπεδα μελανίνης που τους προστατεύουν, αρκούν τα αντηλιακά με δείκτη προστασίας SPF 6 ή 8, αλλά το μαύρο δέρμα μπορεί επίσης να καεί και η αυξημένη ποσότητα μελανίνης δεν προστατεύει πλήρως.

Επιπλέον, αρκετή προσοχή έχει δοθεί από τα μέσα μαζική ενημέρωσης στην ανάγκη για σύνθεση της βιταμίνης D, η οποία προάγεται από τις υπεριώδεις ακτίνες, ως λογική εξήγηση για την έκθεση στον ήλιο. Στην πραγματικότητα, η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, η οποία ενεργοποιεί την παραγωγή της βιταμίνης D3 το δέρμα, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία που έχει καρκινογόνο επίδραση. Παρόλο που τα αντηλιακά μειώνουν σημαντικά τη δυνατότητα του δέρματος να παράγει βιταμίνη D (και η μεγαλύτερη έλλειψη βιταμίνης D έχει συσχετιστεί με το πιο σκούρο χρώμα δέρματος), η χρήση αντηλιακών δεν έχει συσχετιστεί με την έλλειψή της, ενώ ενδέχεται να επαρκεί η από του στόματος χορήγηση βιταμίνης D. Η Αμερικάνικη Ένωση Παιδιάτρων πρόσφατα συνέστησε την αύξηση της ελάχιστης ημερήσιας πρόσληψης βιταμίνης D για τα βρέφη, τα παιδιά και τους εφήβους στα 400 IU/ημέρα, ξεκινώντας σύντομα μετά τη γέννηση. Οι ασθενείς που χρειάζονται αυστηρή φωτοπροστασία ως θεραπεία, θα πρέπει να παρακολουθούνται για πιθανή έλλειψη της βιταμίνης D και να τους χορηγηθεί διατροφικό συμπλήρωμα, εάν χρειάζεται.

Η θεραπεία των ηλιακών εγκαυμάτων μπορεί να περιλαμβάνει κρύες κομπρέσες και κρύα μπάνια με κολλοειδές πλιγούρι βρώμης (όπως το Aveeno), μαγειρική σόδα ή καλαμποκάλευρο, τοπικά σκευάσματα με πραμοξίνη ή μενθόλη, ήπια τοπικά σκευάσματα κορτικοστεροειδών, μια μαλακτική κρέμα, καθώς και συστηματικά σκευάσματα με αναλγητικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, όπως τα ΜΣΑΦ. Όταν τα συμπτώματα είναι σοβαρά, η χρήση συστηματικών κορτικοστεροειδών για σύντομο χρονικό διάστημα (από του στόματος πρεδνιζόνη ή αντίστοιχο σκεύασμα, σε δόσεις του 1 mg/kg ημερησίως, με σταδιακή μείωση μετά από 4-8 ημέρες) θα αποτρέψει τις σοβαρές αντιδράσεις και θα προσφέρει επιπλέον ανακούφιση.

Κάποιες ασθένειες δημιουργούν μεγαλύτερη προδιάθεση για τις ανεπιθύμητες ενέργειες της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Για παράδειγμα, τα παιδιά με γυροειδή αλωπεκία, όπως συμβαίνει και στους ενήλικες με ανδρογενή αλωπεκία και φαλάκρα στην κορυφή του κεφαλιού έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος στην εκτιθέμενη περιοχή εάν δεν χρησιμοποιούν προστασία. Οι ασθενείς με μειωμένη ή καθόλου μελανίνη, όπως συμβαίνει στον οφθαλμοδερματικό αλμπινισμό, ή με ελαττωματικούς μηχανισμούς επιδιόρθωσης του DNA, όπως συμβαίνει στη μελαγχρωματική ξηροδερμία (δείτε παρακάτω), έχουν αυξημένη τάση να εμφανίσουν προκαλούμενη από την υπεριώδη ακτινοβολία καταστροφή του DNA και δερματικές κακοήθειες. Τα άτομα με σύνδρομο βασικοκυτταρικού σπίλου, το οποίο δημιουργεί μια προδιάθεση για πρόωρη εμφάνιση πολλών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων, έχουν μεταλλάξεις στο γονίδιο PTCH, ένα γονίδιο που μπορεί επίσης να μεταλλαχθεί με έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία στα σποραδικά βασικοκυτταρικά καρκινώματα. Το ηλιακό φως μπορεί επίσης να επιδεινώσει ή να προκαλέσει ορισμένες δερματοπάθειες, μεταξύ των οποίων η ακμή, η λοίμωξη απλού έρπητα, ο λύκος, η δερματομυοσίτιδα, η νόσος Darier, η πέμφιγα και το πομφολυγώδες πεμφιγοειδές.